σπειροφόρος

σπειροφόρος
σπειρο-φόρος, ,
A bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 ([place name] Ephesus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπειροφόρος — (I) ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir (< σπείρα) + fer (< λατ. fero «φέρω»)].… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”